- ομογονία
- ηη ιδιότητα φυτού να έχει τής ίδιας κατηγοριας άνθη με αρσενικά και θηλυκά όργανα ίσου μήκους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homogony < ομ(ο)-* + -γονία (< -γονος < γόνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.